- ἀγροικίαν
- ἀγροικίᾱν , ἀγροικίαrusticityfem acc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μισολογία — μισολογία, ἡ (Α) [μισόλογος] 1. μίσος, απέχθεια προς τους λόγους, προς τις συζητήσεις, προς την επιχειρηματολογία («ἐπιχειρῶν δὲ τοῑς νέοις διαλέγεσθαι... ὑπὸ τῶν ἀρχόντων ἐκωλύθη δι ἀγροικίαν αὐτῶν καὶ μισολογίαν», Πλούτ.) 2. αποστροφή προς τις… … Dictionary of Greek
παιδνός — παιδνός, ή, όν (ΑΜ, Α θηλ. και ός) 1. αυτός που αρμόζει σε παιδί, παιδικός, παιδαριώδης («τὸ κατ ἀγροικίαν παιδνόν τε καὶ ἀφελές», Ευστ.) 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ παιδνός παιδί, έφηβος 3. το θηλ. ως ουσ. ἡ παιδνή κορίτσι, παιδίσκη. [ΕΤΥΜΟΛ. < παῖς … Dictionary of Greek
χούαι — αἱ, Α (κατά τον Ησύχ.) «αἱ κατ ἀγροικίαν ἐπαγγελίαι» … Dictionary of Greek